υδροληψία

υδροληψία
η
το να παίρνει κανείς νερό από υδραγωγείο, βρύση, πηγή κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδροληψία — η, Ν λήψη νερού από πηγή ή υδραγωγείο, ύδρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλογία — Τομέας της γεωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των υπόγειων νερών, την ανεύρεση, την κίνηση, την άντλησή τους κλπ. Η υ. είναι σχετικά νέα επιστήμη, αναπτύχθηκε από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”